- εννήρης
- ἐννήρης, -ες (Α)(ενν. ναυς)πολεμικό πλοίο τού αρχαίου ναυτικού που κινούνταν με εννέα σειρές κουπιών στις οποίες αντιστοιχούσαν ισάριθμες σειρές από έδρανα για τους κωπηλάτεςη ύπαρξή του αμφισβητείται από τους σύγχρονους ιστορικούς και ναυπηγούς, αλλά αναφέρεται από τον Πολύβιο («ἐφθάρησαν... ἐν τῇ ναυμαχίᾳ ναῡς δεκήρης, ἐννήρης, ἑπτήρης» — καταστράφηκαν κατά τη ναυμαχία ένα πλοίο με δέκα σειρές κουπιών, ένα με εννέα, ένα με επτά, Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + -ήρης < ερέσσω «κωπηλατώ» (πρβλ. ταχυήρης, τριήρης κ.ά.].
Dictionary of Greek. 2013.